- αζωικός
- -ή, -ό1. η μη ύπαρξη ζωικού κόσμου2. μτφ. ο στερούμενος ζωικών απολιθωμάτων, ο αρχαϊκός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερητ. + ζωικός*, πρβλ. αγγλ. azoic].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζωικός — ή, ό (γεωλ.), συνήθως στη φράση «αζωικός αιώνας» ή «αζωική περίοδος», γεωλογική περίοδος κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη ζωή στη Γη: Ο αζωικός αιώνας κράτησε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζωικός αιώνας — Παλαιότερη ονομασία του αρχαιοζωικού ή ηωζωικού αιώνα … Dictionary of Greek
δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… … Dictionary of Greek